- ἐκπόρθησε
- ἐκπορθέωpillageaor ind act 3rd sg (homeric ionic)ἐκπορθέωpillageaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σαπούρ — Όνομα βασιλιάδων της Περσίας. 1. Σ. ο A’. Βασιλιάς της Περσίας (240 271). Ήταν γιος του Αρταξέρξη (226 240), του θεμελιωτή της δυναστείας των Σασανιδών. Όταν ανέβηκε στο θρόνο, αντιμετώπισε σοβαρότατα προβλήματα, γιατί οι Αρμένιοι προσπάθησαν να… … Dictionary of Greek
εκπορθητής — ο αυτός που εκπορθεί ή εκπόρθησε οχυρό τόπο … Dictionary of Greek
Αλή πασάς, Μαχντούμπ — (15ος αι.). Τούρκος μεγάλος βεζίρης επί Βαγιαζίτ Β’ (1447 1512). Διορίστηκε αρχηγός του τουρκικού στρατού σε διάφορες εκστρατείες, με σπουδαιότερες εκείνες της Τρανσυλβανίας, της Κιλικίας και της Πελοποννήσου. Κατόρθωσε να νικήσει και στις τρεις… … Dictionary of Greek
Γυισκάρδος, Ροβέρτος — (Robert Guiscard, 1015 – 1085). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Νορμανδού κατακτητή Ρομπέρ Γκιϊσκάρ. Το 1047 πήγε στην Ιταλία, όπου τέθηκε στην υπηρεσία του Παντόλφου, πρίγκιπα της Καπύης και το 1050 έγινε σύντροφος του Νορμανδού ιππότη… … Dictionary of Greek
Ρογήρος — Όνομα διαφόρων ηγεμόνων. 1. Ρ. Α’ (1040 – 1101). Ήταν γιος του Ταγκρέδου του Οτβίλ. Το 1058 τον κάλεσε στην Ιταλία ο αδελφός του Ροβέρτος Γιϊσκάρδος, για να τον βοηθήσει στην κατάκτηση της Καλαβρίας, στην οποία και εγκαταστάθηκε τελικά και πήρε… … Dictionary of Greek
Τουραχάν μπέης — Τούρκος στρατηγός. Έζησε τον 15o αι. Ο T., για τον οποίο λέγεται ότι ήταν ελληνικής καταγωγής, έδρασε στα χρόνια των σουλτάνων Μουράτ B’ και Μωάμεθ B’ και αρχικά υπηρέτησε ως διοικητής των Βοδενών. Το 1421, πήρε εντολή από τον φιλοπόλεμο Μουράτ… … Dictionary of Greek
εκπορθώ — εκπόρθησα, εκπορθήθηκα, εκπορθημένος, μτβ. 1. κυριεύω οχυρή θέση με πολιορκία ή μάχη. 2. λεηλατώ, καταστρέφω. 3. μτφ., κατακτώ: Τελικά εκπόρθησε την καρδιά της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)